↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κότα οι κότες
      γενική της κότας των (κοτών)
    αιτιατική την κότα τις κότες
     κλητική κότα κότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια κότα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κότα < ελληνιστική κοινή κόττα[1] (με ορθογραφική απλοποίηση[2]) / κοτίς[3] / κοττίς[4] < αρχαία ελληνική κόττος[5] / κοττός[6] (πετεινός) < (ίσως) προελληνική [7]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κότα θηλυκό

  1. (ορνιθολογία, πτηνό) θηλυκό οικόσιτο πουλί (Gallus gallus) που εκτρέφεται κυρίως για τα αβγά του· το αρσενικό λέγεται κόκορας ή πετεινός και το νεαρό πουλί κοτόπουλο
     συνώνυμα: κακάβα, νοσσίδα, όρνιθα, πουλάδα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) γυναίκα χωρίς μυαλό που νοιάζεται μόνο για την εμφάνισή της ή για το κουτσομπολιό
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) δειλός άνθρωπος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κόττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. κότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. κοτίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  4. κοττίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  5. κόττος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  6. κοττός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  7. κοττίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.