νερόκοτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νερόκοτα | οι | νερόκοτες |
γενική | της | νερόκοτας | — | |
αιτιατική | τη | νερόκοτα | τις | νερόκοτες |
κλητική | νερόκοτα | νερόκοτες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /nε.ˈɾɔ.kɔ.tα/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νερόκοτα θηλυκό
- (ορνιθολογία) υδρόβιο πτηνό (Gallinula chloropus) της οικογένειας Rallidae (πουλάδες) με μήκος 30-40 εκ. και βάρος γύρω στα 300 γρ.