πουλάδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πουλάδα | οι | πουλάδες |
γενική | της | πουλάδας | των | πουλάδων |
αιτιατική | την | πουλάδα | τις | πουλάδες |
κλητική | πουλάδα | πουλάδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πουλάδα θηλυκό
- (ορνιθολογία) (λαϊκότροπο) κότα νεαρής ηλικίας, θηλυκό κοτόπουλο
- (στρατιωτικός όρος) ειδικό σήμα που φορούν οι αλεξιπτωτιστές
- (στρατιωτικός όρος) (αργκό) στρατιωτικό καψώνι με το στρώμα κάποιου στρατιώτη
Επεξεργασία
- πουλακίδα
- πουλαδίτσα
- → δείτε τη λέξη πουλί