καψόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καψόνι | τα | καψόνια |
γενική | του | καψονιού | των | καψονιών |
αιτιατική | το | καψόνι | τα | καψόνια |
κλητική | καψόνι | καψόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καψόνι < κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι < καψώνω + -ι < μεσαιωνική ελληνική καψώνω < ελληνιστική κοινή καυσόω / καυσῶ < καῦσος < αρχαία ελληνική καίω[2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαψόνι ουδέτερο
- (προφορικό) (στρατιωτική αργκό) η στρατιωτική τιμωρία ανεπίσημου χαρακτήρα που αποσκοπεί εκτός από τον σωφρονισμό και στη γελοιοποίηση ή ταλαιπωρία του τιμωρούμενου
- (προφορικό) (η) ανάλογη τιμωρία σε μη στρατιωτικό
- (μεταφορικά), (κατ' επέκταση) και για δυσκολία που μας επιβλήθηκε ή απλά προέκυψε χωρίς να αποτελεί συνειδητή τιμωρία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καψόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.