Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καψόνι τα καψόνια
      γενική του καψονιού των καψονιών
    αιτιατική το καψόνι τα καψόνια
     κλητική καψόνι καψόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψόνι < κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι < καψώνω + < μεσαιωνική ελληνική καψώνω < ελληνιστική κοινή καυσόω / καυσῶ < καῦσος < αρχαία ελληνική καίω[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpso.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψόνι ουδέτερο

  1. (προφορικό) (στρατιωτική αργκό) η στρατιωτική τιμωρία ανεπίσημου χαρακτήρα που αποσκοπεί εκτός από τον σωφρονισμό και στη γελοιοποίηση ή ταλαιπωρία του τιμωρούμενου
  2. (προφορικό) (η) ανάλογη τιμωρία σε μη στρατιωτικό
  3. (μεταφορικά), (κατ' επέκταση) και για δυσκολία που μας επιβλήθηκε ή απλά προέκυψε χωρίς να αποτελεί συνειδητή τιμωρία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καψόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.