Ετυμολογία

επεξεργασία
καψώνω < ελληνιστική κοινή καυσόω + -ώνω < αρχαία ελληνική καῦσος

καψώνω

  1. ζεσταίνομαι πολύ
  2. (μεταφορικά) νιώθω έντονη ερωτική επιθυμία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία