κάψωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάψωμα | τα | καψώματα |
γενική | του | καψώματος | των | καψωμάτων |
αιτιατική | το | κάψωμα | τα | καψώματα |
κλητική | κάψωμα | καψώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάψωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καψώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάψωμα
|