γελοιοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γελοιοποίηση < (καθαρεύουσα) γελοιοποίησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γελοιοποίηση θηλυκό
- ο εξευτελισμός ανθρώπου ή κατάστασης, η μείωσή του σε κάτι γελοίο
- η προσπάθεια ελάφρυνσης μιας βαριάς ατμόσφαιρας με λόγια ή ενέργειες που καθιστούν το ζήτημα γελοίο, η με καλή πρόθεση υποβάθμιση σοβαρού γεγονότος σε επίπεδο αστείου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γελοιοποίηση