γελοιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γελοιοποίηση | οι | γελοιοποιήσεις |
γενική | της | γελοιοποίησης* | των | γελοιοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γελοιοποίηση | τις | γελοιοποιήσεις |
κλητική | γελοιοποίηση | γελοιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γελοιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γελοιοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γελοιοποίη(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε (γελοιοποιώ) γελοιοποιη- + -ση.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγελοιοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γελοιοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γελοιοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γελοιοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας