Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουλακίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πουλακίδ
α
οι
πουλακίδ
ες
γενική
της
πουλακίδ
ας
των
πουλακίδ
ων
αιτιατική
την
πουλακίδ
α
τις
πουλακίδ
ες
κλητική
πουλακίδ
α
πουλακίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουλακίδα
<
πουλάκι
+
-ίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουλακίδα
θηλυκό
η
νεαρή
κότα
Συνώνυμα
επεξεργασία
πουλάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουλακίδα
→
δείτε
τη λέξη
πουλάδα