υδρόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υδρόβιος | η | υδρόβια & υδρόβιος |
το | υδρόβιο |
γενική | του | υδρόβιου & υδροβίου |
της | υδρόβιας & υδροβίου |
του | υδρόβιου & υδροβίου |
αιτιατική | τον | υδρόβιο | την | υδρόβια & υδρόβιο |
το | υδρόβιο |
κλητική | υδρόβιε | υδρόβια & υδρόβιε |
υδρόβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υδρόβιοι | οι | υδρόβιες & υδρόβιοι |
τα | υδρόβια |
γενική | των | υδρόβιων & υδροβίων |
των | υδρόβιων & υδροβίων |
των | υδρόβιων & υδροβίων |
αιτιατική | τους | υδρόβιους & υδροβίους |
τις | υδρόβιες & υδροβίους |
τα | υδρόβια |
κλητική | υδρόβιοι | υδρόβιες & υδρόβιοι |
υδρόβια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðɾo.vi.os/
Επίθετο
επεξεργασίαυδρόβιος, -α/-ος, -ο
- τα ψάρια και οι άλλοι υδρόβιοι οργανισμοί