Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aquatique aquatiques

aquatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υδρόβιος
  2. σχετικός με δραστηριότητες, παιχνίδια, κλπ. που σχετίζονται με το νερό