υδροβιότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδροβιότοπος αρσενικό
- (βιολογία) άλλη μορφή του υγροβιότοπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδροβιότοπος
|