wild
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wild |
συγκριτικός | wilder |
υπερθετικός | wildest |
Επίθετο
επεξεργασία
wild (en)
- άγριος
- ⮡ The wild bear is very dangerous.
- Η άγρια αρκούδα είναι πολύ επικίνδυνη.
- ⮡ The wild bear is very dangerous.