Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοτούλα οι κοτούλες
      γενική της κοτούλας
    αιτιατική την κοτούλα τις κοτούλες
     κλητική κοτούλα κοτούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοτούλα < υποκοριστικό του κότα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοτούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία