κοτερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κοτερά | ||
γενική | των | κοτερών | ||
αιτιατική | τα | κοτερά | ||
κλητική | κοτερά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοτερά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) οι κότες και άλλα οικόσιτα πουλιά ως σύνολο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοτερά
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- κοττερά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.