κόττος
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόττος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόττος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)
- κύβος, ζάρι
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 147.451 @catholiclibrary.org
- Ἐπὶ δὲ τῆς ὑπατείας τοῦ αὐτοῦ ∆εκίου ὁ αὐτὸς βασιλεὺς θεσπίσας πρόσταξιν ἔπεμψεν ἐν Ἀθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα ἐξηγεῖσθαι μήτε κόττον ἐν μιᾷ τῶν πόλεων γίνεσθαι, ἐπειδὴ ἐν Βυζαντίῳ εὑρεθέντες τινὲς τῶν κοττιστῶν καὶ βλασφημίαις δειναῖς ἑαυτοὺς περιβαλόντες χειροκοπηθέντες περιεβωμβήθησαν ἐν καμήλοις.
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 147.451 @catholiclibrary.org
- (μεταφορικά) τύχη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κόττος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.309, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- κόττος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 684 @books.google.gr
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόττος | οἱ | κόττοι |
γενική | τοῦ | κόττου | τῶν | κόττων |
δοτική | τῷ | κόττῳ | τοῖς | κόττοις |
αιτιατική | τὸν | κόττον | τοὺς | κόττους |
κλητική ὦ! | κόττε | κόττοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόττω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόττοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόττος < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόττος, -ου αρσενικό
- (ψάρι) ψάρι του γλυκού νερού
- (ελληνιστική σημασία)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κοττίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κόττος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.