Κόττος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κόττος | ||
γενική | τοῦ | Κόττου | ||
δοτική | τῷ | Κόττῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Κόττον | ||
κλητική ὦ! | Κόττε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κόττος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚόττος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ένας από τους Ἑκατόγχειρες
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 149 (147-149)
- ἄλλοι δ᾽ αὖ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
τρεῖς παῖδες μεγάλοι τε καὶ ὄβριμοι, οὐκ ὀνομαστοί,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύης θ᾽, ὑπερήφανα τέκνα.- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄλλοι δ᾽ αὖ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 149 (147-149)
Πηγές
επεξεργασία- Κόττος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.