↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύβος οι κύβοι
      γενική του κύβου των κύβων
    αιτιατική τον κύβο τους κύβους
     κλητική κύβε κύβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύβος < αρχαία ελληνική κύβος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keu(b)- (γυρίζω, λυγίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.vos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
κύβος

κύβος αρσενικό

  1. γεωμετρικό στερεό με 6 ίσες τετραγωνικές έδρες και 12 ίσες ακμές
  2. (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη
    το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ : 23=8
  3. το ζάρι (στη γνωστή φράση του Καίσαρα και στα παράγωγα)
    Ἐρρίφθη ὁ κύβος ή ἐρρίφθω κύβος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Ἐρρίφθη ὁ κύβος: μια καθοριστική απόφαση έχει ληφθεί οριστικά κι αμετάκλητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία