Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυβιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυβιστικ
ός
η
κυβιστικ
ή
το
κυβιστικ
ό
γενική
του
κυβιστικ
ού
της
κυβιστικ
ής
του
κυβιστικ
ού
αιτιατική
τον
κυβιστικ
ό
την
κυβιστικ
ή
το
κυβιστικ
ό
κλητική
κυβιστικ
έ
κυβιστικ
ή
κυβιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυβιστικ
οί
οι
κυβιστικ
ές
τα
κυβιστικ
ά
γενική
των
κυβιστικ
ών
των
κυβιστικ
ών
των
κυβιστικ
ών
αιτιατική
τους
κυβιστικ
ούς
τις
κυβιστικ
ές
τα
κυβιστικ
ά
κλητική
κυβιστικ
οί
κυβιστικ
ές
κυβιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυβιστικός
<
κυβιστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κυβιστικός
που έχει
σχέση
με τον
κυβισμό
ή τους
κυβιστές
αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κυβισμός
και
κύβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυβιστικός
γαλλικά
:
cubiste
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό