κυβιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυβιστής | οι | κυβιστές |
γενική | του | κυβιστή | των | κυβιστών |
αιτιατική | τον | κυβιστή | τους | κυβιστές |
κλητική | κυβιστή | κυβιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική cubiste[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.viˈstis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβιστής
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κυβιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας