Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβιστής οι κυβιστές
      γενική του κυβιστή των κυβιστών
    αιτιατική τον κυβιστή τους κυβιστές
     κλητική κυβιστή κυβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική cubiste[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.viˈstis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβιστής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία