κυβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυβισμός | οι | κυβισμοί |
γενική | του | κυβισμού | των | κυβισμών |
αιτιατική | τον | κυβισμό | τους | κυβισμούς |
κλητική | κυβισμέ | κυβισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική cubisme < cube < λατινικό cubus < ελληνικό κύβος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) καλλιτεχνικό ρεύμα σύμφωνα με το οποίο τα αντικείμενα παρίστανται σαν ένα σύνολο από επίπεδα.
- (αυτοκίνηση) χωρητικότητα κυλίνδρων μέσα στον κινητήρα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κυβισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβισμός
|