Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβισμός οι κυβισμοί
      γενική του κυβισμού των κυβισμών
    αιτιατική τον κυβισμό τους κυβισμούς
     κλητική κυβισμέ κυβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χαρακτηριστικό έργο κυβισμού

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική cubisme < cube < λατινικό cubus < ελληνικό κύβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβισμός αρσενικό

  1. (ζωγραφική) καλλιτεχνικό ρεύμα σύμφωνα με το οποίο τα αντικείμενα παρίστανται σαν ένα σύνολο από επίπεδα.
  2. (αυτοκίνηση) χωρητικότητα κυλίνδρων μέσα στον κινητήρα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία