ΔΦΑ : /kjuːb/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cube cubes

cube (en)

  1. (γεωμετρία) ο κύβος, γεωμετρικό στερεό
      ice cubes - κύβοι πάγου (=παγάκια)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος, κυβικός, η ύψωση στην τρίτη δύναμη
      The cube of two gives us eight.
    Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.
      cube root - κυβική ρίζα

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας cube
γ΄ ενικό ενεστώτα cubes
αόριστος cubed
παθητική μετοχή cubed
ενεργητική μετοχή cubing

cube (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) κυβίζω, εις τον κύβο
      a number cubed - κυβίζω έναν αριθμό
      Two cubed gives us eight.
    Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.



      ενικός         πληθυντικός  
cube cubes

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

cube (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)

Συγγενικά

επεξεργασία