Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβικός η κυβική το κυβικό
      γενική του κυβικού της κυβικής του κυβικού
    αιτιατική τον κυβικό την κυβική το κυβικό
     κλητική κυβικέ κυβική κυβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβικοί οι κυβικές τα κυβικά
      γενική των κυβικών των κυβικών των κυβικών
    αιτιατική τους κυβικούς τις κυβικές τα κυβικά
     κλητική κυβικοί κυβικές κυβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβικός < κύβος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κυβικός

  • ο σχετικός με κύβο, ή που αναπτύσσεται ή μετριέται ως κύβος

  Μεταφράσεις επεξεργασία