διακύβευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιακύβευμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) οτιδήποτε διακυβεύεται, οποιαδήποτε απόφαση, ενέργεια, διαδικασία ή/και κατάσταση που πιθανόν να τεθεί σε κίνδυνο, αν παρθούν λανθασμένες αποφάσεις, ή χαρακτηρίζεται εμπειρικά από άσχημες εξελίξεις
- Το κάπνισμα αποτελεί διακύβευμα υγείας για κάθε καπνιστή και το περιβάλλον του.
- Το διακύβευμα που αναλαμβάνει η πρωθυπουργός για μείωση του κόστους της ενέργειας είναι κρίσιμο