κυβεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβεύω < αρχαία ελληνική κυβεύω
Ρήμα
επεξεργασίακυβεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυβεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβεύω < κύβος
Ρήμα
επεξεργασίακυβεύω
- παίζω ζάρια
- ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
- (+αιτιατική προσώπου) εξαπατώ