Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριψοκινδυνεύω < (ελληνιστική κοινήῥιψοκινδυνέω / ῥιψοκινδυνῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ριψοκινδυνεύω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία