ρίπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίπτω
Ρήμα επεξεργασία
ρίπτω
- (απαρχαιωμένο) νεότερη γραφή του ῥίπτω, χωρίς ρο δασυνόμενο (με χρήση σε σύνθετα): ρίχνω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ρίχνω
Σύνθετα επεξεργασία
- λήγουν σε -ρίπτω, λήγουν σε -ρίπτομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές επεξεργασία
- ρίπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)