καταρρίπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρρίπτω < αρχαία ελληνική καταρρίπτω < κατά + ῥίπτω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική abattre / battre)
Ρήμα
επεξεργασίακαταρρίπτω (παθητική φωνή: καταρρίπτομαι)
- ρίχνω κάτι κάτω, στο έδαφος, αφού το χτυπήσω
- καταρρίπτω εχθρικό αεροπλάνο
- (μεταφορικά) δείχνω ότι κάτι δεν είναι σωστό, ανατρέπω την άποψη που υπήρχε γι’ αυτό
- καταρρίπτω τα επιχειρήματα
Εκφράσεις
επεξεργασία- καταρρίπτω το ρεκόρ: (αθλητισμός) πετυχαίνω καλύτερη επίδοση καταγράφοντας νέο ρεκόρ
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάρριπτος
- δυσκατάρριπτος
- ευκατάρριπτος
- καταρριμμένος
- καταρριπτικός
- καταρριπτόμενος
- κατάρριψη
- → δείτε τις λέξεις κατά και ρίπτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταρρίπτω | κατέρριπτα | θα καταρρίπτω | να καταρρίπτω | καταρρίπτοντας | |
β' ενικ. | καταρρίπτεις | κατέρριπτες | θα καταρρίπτεις | να καταρρίπτεις | κατάρριπτε | |
γ' ενικ. | καταρρίπτει | κατέρριπτε | θα καταρρίπτει | να καταρρίπτει | ||
α' πληθ. | καταρρίπτουμε | καταρρίπταμε | θα καταρρίπτουμε | να καταρρίπτουμε | ||
β' πληθ. | καταρρίπτετε | καταρρίπτατε | θα καταρρίπτετε | να καταρρίπτετε | καταρρίπτετε | |
γ' πληθ. | καταρρίπτουν(ε) | κατέρριπταν καταρρίπταν(ε) |
θα καταρρίπτουν(ε) | να καταρρίπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέρριψα | θα καταρρίψω | να καταρρίψω | καταρρίψει | ||
β' ενικ. | κατέρριψες | θα καταρρίψεις | να καταρρίψεις | κατάρριψε | ||
γ' ενικ. | κατέρριψε | θα καταρρίψει | να καταρρίψει | |||
α' πληθ. | καταρρίψαμε | θα καταρρίψουμε | να καταρρίψουμε | |||
β' πληθ. | καταρρίψατε | θα καταρρίψετε | να καταρρίψετε | καταρρίψτε | ||
γ' πληθ. | κατέρριψαν καταρρίψαν(ε) |
θα καταρρίψουν(ε) | να καταρρίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταρρίψει | είχα καταρρίψει | θα έχω καταρρίψει | να έχω καταρρίψει | ||
β' ενικ. | έχεις καταρρίψει | είχες καταρρίψει | θα έχεις καταρρίψει | να έχεις καταρρίψει | ||
γ' ενικ. | έχει καταρρίψει | είχε καταρρίψει | θα έχει καταρρίψει | να έχει καταρρίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταρρίψει | είχαμε καταρρίψει | θα έχουμε καταρρίψει | να έχουμε καταρρίψει | ||
β' πληθ. | έχετε καταρρίψει | είχατε καταρρίψει | θα έχετε καταρρίψει | να έχετε καταρρίψει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταρρίψει | είχαν καταρρίψει | θα έχουν καταρρίψει | να έχουν καταρρίψει |
|