Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταρρίπτω < αρχαία ελληνική καταρρίπτω < κατά + ῥίπτω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική abattre / battre)

  Ρήμα επεξεργασία

καταρρίπτω (παθητική φωνή: καταρρίπτομαι)

  1. ρίχνω κάτι κάτω, στο έδαφος, αφού το χτυπήσω
    καταρρίπτω εχθρικό αεροπλάνο
  2. (μεταφορικά) δείχνω ότι κάτι δεν είναι σωστό, ανατρέπω την άποψη που υπήρχε γι’ αυτό
    καταρρίπτω τα επιχειρήματα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία