Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταρριπτικός η καταρριπτική το καταρριπτικό
      γενική του καταρριπτικού της καταρριπτικής του καταρριπτικού
    αιτιατική τον καταρριπτικό την καταρριπτική το καταρριπτικό
     κλητική καταρριπτικέ καταρριπτική καταρριπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταρριπτικοί οι καταρριπτικές τα καταρριπτικά
      γενική των καταρριπτικών των καταρριπτικών των καταρριπτικών
    αιτιατική τους καταρριπτικούς τις καταρριπτικές τα καταρριπτικά
     κλητική καταρριπτικοί καταρριπτικές καταρριπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταρριπτικός < καταρρίπτω + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταρριπτικός[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καταρριπτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)