↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσκατάρριπτος η δυσκατάρριπτη το δυσκατάρριπτο
      γενική του δυσκατάρριπτου της δυσκατάρριπτης του δυσκατάρριπτου
    αιτιατική τον δυσκατάρριπτο τη δυσκατάρριπτη το δυσκατάρριπτο
     κλητική δυσκατάρριπτε δυσκατάρριπτη δυσκατάρριπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσκατάρριπτοι οι δυσκατάρριπτες τα δυσκατάρριπτα
      γενική των δυσκατάρριπτων των δυσκατάρριπτων των δυσκατάρριπτων
    αιτιατική τους δυσκατάρριπτους τις δυσκατάρριπτες τα δυσκατάρριπτα
     κλητική δυσκατάρριπτοι δυσκατάρριπτες δυσκατάρριπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσκατάρριπτος < δυσ- + καταρρίπτω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσκατάρριπτος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δυσκατάρριπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)