Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκατάρριπτος η ευκατάρριπτη το ευκατάρριπτο
      γενική του ευκατάρριπτου της ευκατάρριπτης του ευκατάρριπτου
    αιτιατική τον ευκατάρριπτο την ευκατάρριπτη το ευκατάρριπτο
     κλητική ευκατάρριπτε ευκατάρριπτη ευκατάρριπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκατάρριπτοι οι ευκατάρριπτες τα ευκατάρριπτα
      γενική των ευκατάρριπτων των ευκατάρριπτων των ευκατάρριπτων
    αιτιατική τους ευκατάρριπτους τις ευκατάρριπτες τα ευκατάρριπτα
     κλητική ευκατάρριπτοι ευκατάρριπτες ευκατάρριπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκατάρριπτος < ευ- + καταρρίπτω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ευκατάρριπτος[1]

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. -ρριπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)