καταρριμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρριμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καταρρίπτω, καταρρίπτομαι
Μετοχή
επεξεργασίακαταρριμμένος, -η, -ο
- που έχει καταρριφθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταρρίπτω, κατά και ρίπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταρριμμένος
|