Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταρριπτόμενος η καταρριπτόμενη το καταρριπτόμενο
      γενική του καταρριπτόμενου της καταρριπτόμενης του καταρριπτόμενου
    αιτιατική τον καταρριπτόμενο την καταρριπτόμενη το καταρριπτόμενο
     κλητική καταρριπτόμενε καταρριπτόμενη καταρριπτόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταρριπτόμενοι οι καταρριπτόμενες τα καταρριπτόμενα
      γενική των καταρριπτόμενων των καταρριπτόμενων των καταρριπτόμενων
    αιτιατική τους καταρριπτόμενους τις καταρριπτόμενες τα καταρριπτόμενα
     κλητική καταρριπτόμενοι καταρριπτόμενες καταρριπτόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταρριπτόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος καταρρίπτω

  Μετοχή επεξεργασία

καταρριπτόμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία