ρεκόρ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρεκόρ ουδέτερο άκλιτο
- η επίδοση ενός αθλητή ή μιας ομάδας η οποία, εφόσον έχει καταγραφεί επίσημα, ξεπερνά τις προηγούμενες επιδόσεις στο ίδιο άθλημα
- η υψηλότερη επίδοση μιας τιμής που καταρρίπτει όλες τις προηγούμενες
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
- σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις