ρεκόρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρεκόρ ουδέτερο άκλιτο
- η επίδοση ενός αθλητή ή μιας ομάδας η οποία, εφόσον έχει καταγραφεί επίσημα, ξεπερνά τις προηγούμενες επιδόσεις στο ίδιο άθλημα
- η υψηλότερη επίδοση μιας τιμής που καταρρίπτει όλες τις προηγούμενες
Εκφράσεις
επεξεργασία- κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
- σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρεκόρ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρεκόρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας