Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέκορντμαν < αγγλική recordman

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρέκορντμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: ρεκορντγούμαν)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία