ακατάρριπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατάρριπτος < α- + καταρρίπτω + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαακατάρριπτος[1]
- που δεν έχει καταρριφθεί ή δεν μπορεί να καταρριφθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακατάρριπτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακατάρριπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)