↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάρριπτος η ακατάρριπτη το ακατάρριπτο
      γενική του ακατάρριπτου της ακατάρριπτης του ακατάρριπτου
    αιτιατική τον ακατάρριπτο την ακατάρριπτη το ακατάρριπτο
     κλητική ακατάρριπτε ακατάρριπτη ακατάρριπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάρριπτοι οι ακατάρριπτες τα ακατάρριπτα
      γενική των ακατάρριπτων των ακατάρριπτων των ακατάρριπτων
    αιτιατική τους ακατάρριπτους τις ακατάρριπτες τα ακατάρριπτα
     κλητική ακατάρριπτοι ακατάρριπτες ακατάρριπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατάρριπτος < α- + καταρρίπτω + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατάρριπτος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ακατάρριπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)