ζάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάρι | τα | ζάρια |
γενική | του | ζαριού | των | ζαριών |
αιτιατική | το | ζάρι | τα | ζάρια |
κλητική | ζάρι | ζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζάρι(ν) < ἀζάριν / ἀζάριον < αραβική زهر (zahr), εμπρόθετο az‑zahr (τα ζάρια) από συμπροφορά με το άρθρο στον πληθυντικό και ανασυλλαβισμό ta azar > tazar > ta zar[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈza.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζά‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζάρι ουδέτερο
- μικρός κύβος, από κόκκαλο ή ελεφαντοστό, του οποίου κάθε έδρα έχει από έναν αριθμό (από το 1 έως το 6), που χρησιμοποιείται στα παιχνίδια
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ζάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζάρι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας