ελεφαντοστό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελεφαντοστό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελεφαντοστό ουδέτερο
- το ελεφαντόδοντο, το φίλντισι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελεφαντοστό
→ δείτε τη λέξη ελεφαντόδοντο |