φίλντισι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίλντισι | τα | φίλντισια |
γενική | του | φιλντισιού | των | φιλντισιών |
αιτιατική | το | φίλντισι | τα | φίλντισια |
κλητική | φίλντισι | φίλντισια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Ο πληθυντικός, σπάνιος, λογοτεχνικός | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φίλντισι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فیل دیشی (fil dişi) (τουρκικά fildişi) < فیل (fil, ελέφαντας) + دیش (diş, δόντι) + κατάληξη ی (-i)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfil.di.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φίλ‐ντι‐σι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφίλντισι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φίλντισι
→ δείτε τις λέξεις ελεφαντοστό και μάργαρο |
Πηγές
επεξεργασία- φίλντισι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- για τον πληθυντικό: σελ.303 - Bien, Peter. John Rassias. Chrysanthi Yiannakou-Bien. (1983) Demotic Greek I, έκδοση 4η, University Press of New England (UPNE), 1983