φιλντισένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλντισένιος | η | φιλντισένια | το | φιλντισένιο |
γενική | του | φιλντισένιου | της | φιλντισένιας | του | φιλντισένιου |
αιτιατική | τον | φιλντισένιο | τη | φιλντισένια | το | φιλντισένιο |
κλητική | φιλντισένιε | φιλντισένια | φιλντισένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλντισένιοι | οι | φιλντισένιες | τα | φιλντισένια |
γενική | των | φιλντισένιων | των | φιλντισένιων | των | φιλντισένιων |
αιτιατική | τους | φιλντισένιους | τις | φιλντισένιες | τα | φιλντισένια |
κλητική | φιλντισένιοι | φιλντισένιες | φιλντισένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fil.diˈse.ɲos/
Επίθετο επεξεργασία
φιλντισένιος, -ια, -ιο
- που είναι φτιαγμένος από φίλντισι
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλντισένιος
|