Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ɣa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάρ‐γα‐ρο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάργαρο τα μάργαρα
      γενική του μάργαρου των μάργαρων
    αιτιατική το μάργαρο τα μάργαρα
     κλητική μάργαρο μάργαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μάργαρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μάργαρον (ουδέτερο) - επίσης δείτε μάργαρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάργαρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μάργαρο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μάργαρο αρσενικό ή θηλυκό