μάργαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ɣa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάρ‐γα‐ρο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάργαρο | τα | μάργαρα |
γενική | του | μάργαρου | των | μάργαρων |
αιτιατική | το | μάργαρο | τα | μάργαρα |
κλητική | μάργαρο | μάργαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μάργαρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μάργαρον (ουδέτερο) - επίσης δείτε μάργαρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάργαρο ουδέτερο
- σκληρό, λευκό και ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων, και το οποίο χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικό υλικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μαργαριτάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- μάργαρο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμάργαρο αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μάργαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μάργαρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)