σεντέφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεντέφι | τα | σεντέφια |
γενική | του | σεντεφιού | των | σεντεφιών |
αιτιατική | το | σεντέφι | τα | σεντέφια |
κλητική | σεντέφι | σεντέφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεντέφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική صدف (τουρκικά sedef) < αραβική صَدَف (ṣadaf)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /senˈde.fi/ & /seˈde.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ντέ‐φι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεντέφι ουδέτερο
- συνώνυμο του μάργαρο
- ※ Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, / και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις, / σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, / και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, / όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Ιθάκη)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεντέφι
→ δείτε τη λέξη μάργαρο |
Πηγές
επεξεργασία- σεντέφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σεντέφι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)