πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελεφαντόδοντο τα ελεφαντόδοντα
      γενική του ελεφαντόδοντου των ελεφαντόδοντων
    αιτιατική το ελεφαντόδοντο τα ελεφαντόδοντα
     κλητική ελεφαντόδοντο ελεφαντόδοντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ελεφαντόδοντο < ελέφαντ(ας) + -ό- + δόντ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία