ελεφαντόδοντο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ελεφαντόδοντο | ελεφαντόδοντα |
γενική | ελεφαντόδοντου | ελεφαντόδοντων |
αιτιατική | ελεφαντόδοντο | ελεφαντόδοντα |
κλητική | ελεφαντόδοντο | ελεφαντόδοντα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελεφαντόδοντο < ελέφαντ(ας) + -ό- + δόντ(ι) + -ο
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.lε.fanˈdɔ.ðɔ.tɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελεφαντόδοντο ουδέτερο
- ο χαυλιόδοντας ενός ελέφαντα
- ο χαυλιόδοντας ενός ελέφαντα ως υλικό για την κατασκευή έργων τέχνης απ’ αυτό