Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελεφαντόδοντο τα ελεφαντόδοντα
      γενική του ελεφαντόδοντου των ελεφαντόδοντων
    αιτιατική το ελεφαντόδοντο τα ελεφαντόδοντα
     κλητική ελεφαντόδοντο ελεφαντόδοντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεφαντόδοντο < ελέφαντ(ας) + -ό- + δόντ(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.le.fanˈdo.ðo.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελεφαντόδοντο ουδέτερο

  1. ο χαυλιόδοντας ενός ελέφαντα
  2. ο χαυλιόδοντας ενός ελέφαντα ως υλικό για την κατασκευή έργων τέχνης απ’ αυτό
     συνώνυμα: φίλντισι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία