Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελεφαντοκόκαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ελεφαντοκόκαλ
ο
τα
ελεφαντοκόκαλ
α
γενική
του
ελεφαντοκόκαλ
ου
των
ελεφαντοκόκαλ
ων
αιτιατική
το
ελεφαντοκόκαλ
ο
τα
ελεφαντοκόκαλ
α
κλητική
ελεφαντοκόκαλ
ο
ελεφαντοκόκαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελεφαντοκόκαλο
<
ελέφαντας
+
-ο-
+
κόκαλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ελεφαντοκόκαλο
ουδέτερο
το
ελεφαντόδοντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελεφαντοκόκαλο
→
δείτε
τη λέξη
ελεφαντόδοντο