Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαυλιόδοντας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Αφρικανικός
ελέφαντας
με δύο άσπρους
χαυλιόδοντες
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χαυλιόδοντ
ας
οι
χαυλιόδοντ
ες
γενική
του
χαυλιόδοντ
α
των
χαυλιοδόντ
ων
αιτιατική
τον
χαυλιόδοντ
α
τους
χαυλιόδοντ
ες
κλητική
χαυλιόδοντ
α
χαυλιόδοντ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαυλιόδοντας
<
αρχαία ελληνική
χαυλιόδους
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
xa.vliˈo.ðon.das
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαυλιόδοντας
αρσενικό
το
ελαφρώς
κυρτωμένο
προς τα
πάνω
και
προεξέχον
δόντι
του
ελέφαντα
ή του
αγριόχοιρου
(καθένα από τα
δύο
δόντια
που έχει κάθε
ζώο
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαυλιόδοντας
αγγλικά
:
tusk
(en)
γαλλικά
:
défense
(fr)