αγριόχοιρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγριόχοιρος < ελληνιστική κοινή ἀγριόχοιρος < αγριο- (άγριος) + χοίρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγριόχοιρος αρσενικό
- (ζωολογία) το αγριογούρουνο, άγριο γουρούνι που ζει στα δάση και γύρω από βάλτους
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγριόχοιρος
|
|