προεξέχων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προεξέχων | η | προεξέχουσα | το | προεξέχον |
γενική | του | προεξέχοντος | της | προεξέχουσας & προεξεχούσης* |
του | προεξέχοντος |
αιτιατική | τον | προεξέχοντα | την | προεξέχουσα | το | προεξέχον |
κλητική | προεξέχων | προεξέχουσα | προεξέχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προεξέχοντες | οι | προεξέχουσες | τα | προεξέχοντα |
γενική | των | προεξεχόντων | των | προεξεχουσών | των | προεξεχόντων |
αιτιατική | τους | προεξέχοντες | τις | προεξέχουσες | τα | προεξέχοντα |
κλητική | προεξέχοντες | προεξέχουσες | προεξέχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεξέχων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προεξέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεξέχω
Μετοχή επεξεργασία
προεξέχων, -ουσα, -ον
- που προεξέχει
- ↪ Πρέπει να αναρτηθεί από το προεξέχον τμήμα / την προεξέχουσα δοκό.
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
προεξέχων, -ουσα, ον (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεξέχω
- ※ 6ος αιώνας - ⌘Αγαθίας [γλώσσα: ελληνιστική] - Agathias Scholasticus, Agath. 5.22.@books.google
- […] Ἐπεὶ δὲ οἱ Βάρβαροι ἤδη ὑπερβάντες τὸ προπετὲς τοῦ τείχους καὶ ἀπολῆγον καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον, ἐνέκλινον πρὸς τὰ εἴσω […]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | προεξέχων | προεξέχουσα | προεξέχον | προεξέχοντες | προεξέχουσαι | προεξέχοντα |
Γενική | προεξέχοντος | προεξεχούσης | προεξέχοντος | προεξεχόντων | προεξεχουσῶν | προεξεχόντων |
Δοτική | προεξέχοντι | προεξεχούσῃ | προεξέχοντι | προεξέχουσι | προεξεχούσαις | προεξέχουσι |
Αιτιατική | προεξέχοντα | προεξέχουσαν | προεξέχον | προεξέχοντας | προεξεχούσας | προεξέχοντα |
Κλητική | προεξέχων | προεξέχουσα | προεξέχον | προεξέχοντες | προεξέχουσαι | προεξέχοντα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προεξέχοντε | προεξεχούσα | προεξέχοντε | |||
Γενική-Δοτική | προεξεχόντοιν | προεξεχούσαιν | προεξεχόντοιν |