sześcian
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
sześcian (pl) < sześć + ściana
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sześcian (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά), (κοινά) ο κύβος:
- γεωμετρικό σχήμα με έξι ίσες πλευρές
- η τρίτη δύναμη ενός αριθμού