κυβίστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυβίστημα < ελληνιστική κοινή κυβίστημα < αρχαία ελληνική κύβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυβίστημα ουδέτερο
- (αθλητισμός) (μεταφορικά) άλλη μορφή του κυβίστηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυβίστημα
|