κουτσομπολιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουτσομπολιό < κουτσομπολ(εύω) + -ιό
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.t͡so.boˈʎo/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουτσομπολιό ουδέτερο
- αργόσχολη συζήτηση ή σχολιασμός (κακόβουλος ή και καλόβουλος) πράξεων και ενεργειών άλλων ανθρώπων (συνήθως απόντων)
- διάδοση (ανυπόστατων και συνήθως κακόβουλων) φημών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτσομπολιό
|