↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτσομπολιό τα κουτσομπολιά
      γενική του κουτσομπολιού των κουτσομπολιών
    αιτιατική το κουτσομπολιό τα κουτσομπολιά
     κλητική κουτσομπολιό κουτσομπολιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτσομπολιό < κουτσομπολ(εύω) + -ιό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.t͡so.boˈʎo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτσομπολιό ουδέτερο

  1. αργόσχολη συζήτηση ή σχολιασμός (κακόβουλος ή και καλόβουλος) πράξεων και ενεργειών άλλων ανθρώπων (συνήθως απόντων)
  2. διάδοση (ανυπόστατων και συνήθως κακόβουλων) φημών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία