ενικός         πληθυντικός  
rumour rumours

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rumour (en) (βρετανική γραφή)

  • η φήμη, η διάδοση
    ⮡  Rumours of devaluation of the drachma caused panic on the stock market.
    Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο.
    ⮡  Don’t believe the rumours.
    Μην πιστεύεις τις διαδόσεις.

Άλλες γραφές

επεξεργασία